κατακεραστικός: Difference between revisions
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· | |lstext='''κατακεραστικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]]. | |mltxt=[[κατακεραστικός]], -ή, -όν (AM) [[κατακεράννυμι]]<br />[[κατάλληλος]] για [[μίξη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 20 April 2021
English (LSJ)
ή, όν, A demulcent, restoring normal κρᾶσις, Gal.8.41, 10.486; τροφή Herod.Med. ap. Aët.5.129: c. gen., οὔρων δριμέων Gp.12.19.8.
German (Pape)
[Seite 1352] ή, όν, zum Mischen, Temperiren geschickt, φάρμακα Galen.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεραστικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς μῖξιν, μετρίασιν, φάρμακα Γαλην.· μετὰ γεν., κ. τῶν δριμέων οὔρων Γεωπ. 12. 19, 8.
Greek Monolingual
κατακεραστικός, -ή, -όν (AM) κατακεράννυμι
κατάλληλος για μίξη.