φάγαινα: Difference between revisions

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φάγαινα''': ἡ, «ἡ [[μετὰ]] τὰς νόσους [[πολυφαγία]]» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = [[φαγέδαινα]] 1, «[[φάγαινα]]· [[φαγέδαινα]], [[νόσος]], φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.
|lstext='''φάγαινα''': ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους [[πολυφαγία]]» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = [[φαγέδαινα]] 1, «[[φάγαινα]]· [[φαγέδαινα]], [[νόσος]], φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φλύκτ</i>-<i>αινα</i>)].
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φλύκτ</i>-<i>αινα</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:35, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάγαινα Medium diacritics: φάγαινα Low diacritics: φάγαινα Capitals: ΦΑΓΑΙΝΑ
Transliteration A: phágaina Transliteration B: phagaina Transliteration C: fagaina Beta Code: fa/gaina

English (LSJ)

[φᾰ], ἡ, A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V. II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγρ-αινα, φλύκτ-αινα)].