ἀρρήδην: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρήδην''': ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, «οὐ κατατιθέμενος ([[ἴσως]] οὐ συγκατατιθέμενος) τῇ ῥήσει» Ἡσύχ.· ὁ Πολυδ. Β΄, 129, ἀναφέρει τὴν λέξιν | |lstext='''ἀρρήδην''': ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, «οὐ κατατιθέμενος ([[ἴσως]] οὐ συγκατατιθέμενος) τῇ ῥήσει» Ἡσύχ.· ὁ Πολυδ. Β΄, 129, ἀναφέρει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ [[διαρρήδην]], «[[ἀρρήδην]], [[διαρρήδην]]». | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=adv. [[negativamente]] Poll.2.129, Hsch. | |dgtxt=adv. [[negativamente]] Poll.2.129, Hsch. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 20 April 2021
English (LSJ)
Adv. A negatively, οὐ κατατιθέμενος τῇ ῥήσει, Hsch., cf. Poll.2.129.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρήδην: ἐπίρρ. ἀρνητικῶς, «οὐ κατατιθέμενος (ἴσως οὐ συγκατατιθέμενος) τῇ ῥήσει» Ἡσύχ.· ὁ Πολυδ. Β΄, 129, ἀναφέρει τὴν λέξιν μετὰ τοῦ διαρρήδην, «ἀρρήδην, διαρρήδην».
Spanish (DGE)
adv. negativamente Poll.2.129, Hsch.