ἑλίκων: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλίκων''': -ωνος, ὁ, τὸ «ἀπὸ χειρὸς [[νῆμα]] τὸ φερόμενον ἐν τῷ ἀτράκτῳ ἐπὶ τὴν γῆν» Ἡσύχ. ΙΙ. ἑλικών, ῶνος, ὁ, τετράγωνον μουσικὸν [[ὄργανον]] | |lstext='''ἑλίκων''': -ωνος, ὁ, τὸ «ἀπὸ χειρὸς [[νῆμα]] τὸ φερόμενον ἐν τῷ ἀτράκτῳ ἐπὶ τὴν γῆν» Ἡσύχ. ΙΙ. ἑλικών, ῶνος, ὁ, τετράγωνον μουσικὸν [[ὄργανον]] μετὰ [[ἐννέα]] χορδῶν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 3, π. 187, Meib., Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 899. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 20 April 2021
English (LSJ)
ωνος, ὁ, A thread spun from the distaff to the spindle, Hsch. II a nine-stringed instrument, Aristid.Quint.3.3, Ptol.Harm.2.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλίκων: -ωνος, ὁ, τὸ «ἀπὸ χειρὸς νῆμα τὸ φερόμενον ἐν τῷ ἀτράκτῳ ἐπὶ τὴν γῆν» Ἡσύχ. ΙΙ. ἑλικών, ῶνος, ὁ, τετράγωνον μουσικὸν ὄργανον μετὰ ἐννέα χορδῶν, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 3, π. 187, Meib., Σχόλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 899.