ὑποδιάκονος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ [[μετὰ]] τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
|lstext='''ὑποδιάκονος''': [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον [[διάκονος]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν [[ἀξίωμα]] τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη.
|mltxt=ο / [[ὑποδιάκονος]], ΝΜΑ [[διάκονος]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b> εκκλησιαστικό [[αξίωμα]] [[αμέσως]] κατώτερο του διακόνου, [[βοηθός]] διακόνου<br /><b>αρχ.</b><br />[[βοηθός]] υπηρέτη.
}}
}}

Revision as of 13:15, 20 April 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποδιάκονος Medium diacritics: ὑποδιάκονος Low diacritics: υποδιάκονος Capitals: ΥΠΟΔΙΑΚΟΝΟΣ
Transliteration A: hypodiákonos Transliteration B: hypodiakonos Transliteration C: ypodiakonos Beta Code: u(podia/konos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, A underservant, Posidipp.26.10, Ph.2.17, al., MAMA3.462, al. (Corycus).

German (Pape)

[Seite 1215] Unterdiener, Untergehülfe, Posidipp. bei Ath. IX, 376 f u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποδιάκονος: [ᾱ], ὁ, ὑποκείμενος εἰς ἕτερον διάκονος, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 10. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ κατέχων τὸ ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα τοῦ ἀμέσως κατωτέρου βαθμοῦ μετὰ τὸν διάκονον, Συλλ. Ἐπιγρ. 9192, 9281 κ. ἀλλ.

Greek Monolingual

ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονος
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνου
αρχ.
βοηθός υπηρέτη.