ἀληθινόπινος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -πεινος<br />[[que es de perlas auténticas]] ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas</i>, <i>PFam.Teb</i>.21.19, cf. <i>Stud.Pal</i>.20.7.6 (ambos II d.C.).
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Grafía:</b> graf. -πεινος<br />[[que es de perlas auténticas]] ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas</i>, <i>PFam.Teb</i>.21.19, cf. <i>Stud.Pal</i>.20.7.6 (ambos II d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀληθινόπινος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθινὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[πίνη]] «[[είδος]] οστρακόδερμου, [[μαργαριτάρι]]»].
|mltxt=[[ἀληθινόπινος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀληθινὸς</i> <span style="color: red;">+</span> [[πίνη]] «[[είδος]] οστρακόδερμου, [[μαργαριτάρι]]»].
}}
}}

Revision as of 10:20, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀληθινόπινος Medium diacritics: ἀληθινόπινος Low diacritics: αληθινόπινος Capitals: ΑΛΗΘΙΝΟΠΙΝΟΣ
Transliteration A: alēthinópinos Transliteration B: alēthinopinos Transliteration C: alithinopinos Beta Code: a)lhqino/pinos

English (LSJ)

(-πειν- Pap.), ον, A with genuine patina, ἐνώτια CPR 22.6 (ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
• Grafía: graf. -πεινος
que es de perlas auténticas ἐνυδίων (l. ἐνωτ-) χρυσίων ἀληθινοπείνων ζεῦγος un par de pendientes de oro con perlas auténticas, PFam.Teb.21.19, cf. Stud.Pal.20.7.6 (ambos II d.C.).

Greek Monolingual

ἀληθινόπινος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατασκευασμένος, που αποτελείται από πραγματικά μαργαριτάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθινὸς + πίνη «είδος οστρακόδερμου, μαργαριτάρι»].