εξαριθμώ: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(12) |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]<br /><b>1.</b> [[αριθμώ]], [[καταμετρώ]], [[λογαριάζω]] ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], [[απαριθμώ]], [[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[μετρώ]] σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, [[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] ( | |mltxt=ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]<br /><b>1.</b> [[αριθμώ]], [[καταμετρώ]], [[λογαριάζω]] ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αναφέρω]], [[απαριθμώ]], [[εκθέτω]] [[κάτι]] με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)<br /><b>3.</b> [[μετρώ]] σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, [[καταβάλλω]], [[πληρώνω]] («ταῦτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 15:52, 25 July 2021
Greek Monolingual
ἐξαριθμῶ, -έω (AM) [[[εξάριθμος]] (I)]
1. αριθμώ, καταμετρώ, λογαριάζω ακριβώς («ἐξαριθμῆσαι τὸν στρατόν», Ηρόδ.)
2. αναφέρω, απαριθμώ, εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες («ἐξαριθμῶν τοὺς κινδύνους», Ισοκρ.)
3. μετρώ σε κάποιον χρήματα για να του τά δώσω, καταβάλλω, πληρώνω («ταῦτα τὰ χρήματ' ἐξηρίθμησεν», Δημ.).