ηδυσώματος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡδυσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σώμα]], ωραία [[μορφή]] (ως αντίθ. του [[ἡδυγνώμων]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σώματος</i>, <i>φιλο</i>-<i>σώματος</i>].
|mltxt=[[ἡδυσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[σώμα]], ωραία [[μορφή]] (ως αντίθ. του [[ἡδυγνώμων]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηδυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σώμα]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σώματος</i>, <i>φιλο</i>-<i>σώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 08:24, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡδυσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίο σώμα, ωραία μορφή (ως αντίθ. του ἡδυγνώμων).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -σώματος (< σώμα), πρβλ. α-σώματος, φιλο-σώματος].