βάνδαλος: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(7) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ανήκει στο βανδαλικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[ακαλαίσθητος]], που καταστρέφει έργα τέχνης, [[βάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br / | |mltxt=ο<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που ανήκει στο βανδαλικό [[έθνος]]<br /><b>2.</b> [[αγροίκος]], [[ακαλαίσθητος]], που καταστρέφει έργα τέχνης, [[βάρβαρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου<br />[[πρβλ]]. αγγλ. <i>Vandal</i> <span style="color: red;"><</span> <b>λατ.</b> <i>Vandalus</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(γερμ.)</b> <i>Wandaĭ</i>- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, [[γερμανικός]] [[λαός]], έμειναν ονομαστοί στην [[ιστορία]] για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν [[κατά]] τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη [[Ρώμη]], γι' αυτό και ο όρος [[βάνδαλος]] ταυτίστηκε με τη [[σημασία]] του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο
1. εκείνος που ανήκει στο βανδαλικό έθνος
2. αγροίκος, ακαλαίσθητος, που καταστρέφει έργα τέχνης, βάρβαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. Vandal < λατ. Vandalus < (γερμ.) Wandaĭ- «Βάνδαλος». Οι Βάνδαλοι, γερμανικός λαός, έμειναν ονομαστοί στην ιστορία για τις βαρβαρότητες και τις καταστροφές των μνημείων τέχνης στις οποίες προέβησαν σε όσες περιοχές εισέβαλαν κατά τον 4ο και 5ο μ.Χ. αιώνα, και ιδιαίτερα στη Ρώμη, γι' αυτό και ο όρος βάνδαλος ταυτίστηκε με τη σημασία του «καταστροφέα, βαρβάρου, αγροίκου»].