εθνικότητα: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(10) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[καταγωγή]] από ένα [[έθνος]], [[ιθαγένεια]], [[υπηκοότητα]]<br /><b>2.</b> η εθνική [[υπόσταση]], η [[ιδέα]] του έθνους<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]] και ανήκουν στο ίδιο [[έθνος]], η [[μειονότητα]] («τα δικαιώματα τών εθνικοτήτων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[καταγωγή]] από ένα [[έθνος]], [[ιθαγένεια]], [[υπηκοότητα]]<br /><b>2.</b> η εθνική [[υπόσταση]], η [[ιδέα]] του έθνους<br /><b>3.</b> το [[σύνολο]] τών ατόμων που κατοικούν σε [[ξένη]] [[χώρα]] και ανήκουν στο ίδιο [[έθνος]], η [[μειονότητα]] («τα δικαιώματα τών εθνικοτήτων»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>nationalite</i>). Η λ. <i>εθνικότης</i> μαρτυρείται από το 1833 στους <i>Ελληνικούς Κώδικες</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. καταγωγή από ένα έθνος, ιθαγένεια, υπηκοότητα
2. η εθνική υπόσταση, η ιδέα του έθνους
3. το σύνολο τών ατόμων που κατοικούν σε ξένη χώρα και ανήκουν στο ίδιο έθνος, η μειονότητα («τα δικαιώματα τών εθνικοτήτων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. nationalite). Η λ. εθνικότης μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].