ιθαγένεια

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source

Greek Monolingual

η
η ιδιότητα που έχει ένα άτομο να ανήκει στον λαό ενός ορισμένου κράτους ή, διαφορετικά, ο θεσμός που συνδέει το άτομο με το κράτος στο οποίο ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. nationalite < national «εθνικός». Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Παύλο Καλλιγά].