εθνόσημο: Difference between revisions

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
(10)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> διακριτικό [[σύμβολο]] ή [[έμβλημα]] έθνους<br /><b>2.</b> [[σήμα]] στη [[στολή]] ή στο πηλίκιο στρατιωτικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξέν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> γαλλ. <i>cocarde</i> «κο(ν)[[κάρδα]]»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> διακριτικό [[σύμβολο]] ή [[έμβλημα]] έθνους<br /><b>2.</b> [[σήμα]] στη [[στολή]] ή στο πηλίκιο στρατιωτικού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση ξέν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>cocarde</i> «κο(ν)[[κάρδα]]»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο <i>Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό</i> του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
}}
}}

Latest revision as of 08:41, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. διακριτικό σύμβολο ή έμβλημα έθνους
2. σήμα στη στολή ή στο πηλίκιο στρατιωτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξέν. όρου (πρβλ. γαλλ. cocarde «κο(ν)κάρδα»). Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].