Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερυθρόδανο: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και ἐρυθρόδανος, ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)].
|mltxt=το (AM [[ἐρυθρόδανον]] και [[ἐρευθέδανον]]<br />Α και ἐρυθρόδανος, ἡ<br />Μ και [[ἐρυθρύδανον]], το)<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[ερυθρόδανο]] το βαφικό, [[ριζάρι]], της οικογένειας [[ρουβιίδες]], από τη [[ρίζα]] του οποίου έπαιρναν κόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> το κόκκινο [[χρώμα]] της ρίζας του φυτού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ερυθρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δανον</i> ή -[[δανός]], το οποίο αποτελεί [[παρέκταση]] του ονοματικού επιθήματος -<i>δών</i>, -<i>δονος</i> ([[πρβλ]]. [[αλγηδών]], [[τερηδών]] <b>κ.ά.</b>)].
}}
}}

Revision as of 08:49, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM ἐρυθρόδανον και ἐρευθέδανον
Α και ἐρυθρόδανος, ἡ
Μ και ἐρυθρύδανον, το)
1. το φυτό ερυθρόδανο το βαφικό, ριζάρι, της οικογένειας ρουβιίδες, από τη ρίζα του οποίου έπαιρναν κόκκινη χρωστική ουσία
2. το κόκκινο χρώμα της ρίζας του φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερυθρός + -δανον ή -δανός, το οποίο αποτελεί παρέκταση του ονοματικού επιθήματος -δών, -δονος (πρβλ. αλγηδών, τερηδών κ.ά.)].