εργόχειρο: Difference between revisions
From LSJ
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br / | |mltxt=το (AM [[ἐργόχειρον]])<br /><b>1.</b> υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο [[χέρι]], όχι με [[μηχανή]], [[χειροτέχνημα]]<br /><b>2.</b> χειρωνακτική [[εργασία]] [[μοναχού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]] <span style="color: red;">+</span> <i>χειρός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χειρ]] «[[χέρι]]»)<br />[[πρβλ]]. <i>ιδιό</i>-<i>χειρος</i>, <i>πρό</i>-<i>χειρος</i> κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (AM ἐργόχειρον)
1. υφαντό, πλεχτό κ.λπ., φτιαγμένο στο χέρι, όχι με μηχανή, χειροτέχνημα
2. χειρωνακτική εργασία μοναχού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + χειρός (< χειρ «χέρι»)
πρβλ. ιδιό-χειρος, πρό-χειρος κ.λπ.].