εξαμηνιαίος: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(12)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον)<br />διαρκείας έξι μηνών<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που γίνεται [[κάθε]] έξι μήνες<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας έξι μηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[μηνιαίος]].].
|mltxt=-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον)<br />διαρκείας έξι μηνών<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκείνος]] που γίνεται [[κάθε]] έξι μήνες<br /><b>αρχ.</b><br />ηλικίας έξι μηνών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξα</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>ἕξ</i> ([[πρβλ]]. [[εξάγραμμα]]) <span style="color: red;">+</span> [[μηνιαίος]].].
}}
}}

Latest revision as of 08:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑξαμηνιαίος, -α, -ον)
διαρκείας έξι μηνών
νεοελλ.
εκείνος που γίνεται κάθε έξι μήνες
αρχ.
ηλικίας έξι μηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξα- < ἕξ (πρβλ. εξάγραμμα) + μηνιαίος.].