εταζέρα: Difference between revisions
From LSJ
τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis
(14) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[έπιπλο]] με οριζόντια ή και [[μερικά]] [[κάθετα]] χωρίσματα για [[τοποθέτηση]] διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως [[βιβλιοθήκη]]<br /><b>2.</b> [[σανίδα]] ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο ([[ράφια]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ( | |mltxt=η<br /><b>1.</b> [[έπιπλο]] με οριζόντια ή και [[μερικά]] [[κάθετα]] χωρίσματα για [[τοποθέτηση]] διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως [[βιβλιοθήκη]]<br /><b>2.</b> [[σανίδα]] ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο ([[ράφια]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>etagere</i> <span style="color: red;"><</span> <i>etage</i> «όροφος, [[πάτωμα]]»)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
η
1. έπιπλο με οριζόντια ή και μερικά κάθετα χωρίσματα για τοποθέτηση διαφόρων αντικειμένων, που χρησιμοποιείται μερικές φορές και ως βιβλιοθήκη
2. σανίδα ή σανίδες στερεωμένες στον τοίχο (ράφια).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. etagere < etage «όροφος, πάτωμα»)].