ετερόχρωμος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(14) |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτερόχρωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἑτερόχρωμος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει διαφορετικό [[χρώμα]], [[ετερόχρους]]<br /><b>2.</b> [[ποικιλόχρωμος]], [[παρδαλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρωμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χρώμα]]), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>χρωμος</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρωμος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 08:55, 23 August 2021
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἑτερόχρωμος, -ον)
1. αυτός που έχει διαφορετικό χρώμα, ετερόχρους
2. ποικιλόχρωμος, παρδαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -χρωμος (< χρώμα), πρβλ. ά-χρωμος, πολύ-χρωμος].