ετοιμοτρεπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀξιοπιστόστερα εἰσί τραύματα φίλου ἢ ἐκούσια φιλήματα ἐχθροῦ → faithful are the wounds of a friend; but the kisses of an enemy are deceitful

Source
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>τρεπής</i>].
|mltxt=[[ἑτοιμοτρεπής]], -ές (Α)<br />αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε [[κάτι]] («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρεπής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τρέπω]]), [[πρβλ]]. <i>ευ</i>-<i>τρεπής</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευ-τρεπής].