ευσχημάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[εὐσχημάτιστος]], -ον)<br />καλά σχηματισμένος<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχηματιστος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σχηματίζομαι</i>), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σχημάτιστος</i>, <i>ετερο</i>-<i>σχημάτιστος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ εὐσχημάτιστος, -ον)
καλά σχηματισμένος
μσν.
αυτός που σχηματίζεται εύκολα, ο ευκολοσχημάτιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχηματιστος (< σχηματίζομαι), πρβλ. α-σχημάτιστος, ετερο-σχημάτιστος].