εύβολος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(14)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>βολος</i>].
|mltxt=[[εὔβολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ρίχνει με [[ευστοχία]] τον βόλο, το [[ζάρι]] («[[Μίδας]] ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)<br /><b>2.</b> αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη [[ζαριά]]<br /><b>3.</b> ο επιτυχημένος, ο [[εύστοχος]] («[[εὔβολος]] [[ἄγρη]]», Οππ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐβόλως</i><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν [[ευτυχισμένος]] (<b>Αισχύλ.</b>)<br />2) [[αντί]] <i>ευβούλως</i><br />3) ευστόχως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>βολος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὔβολος, -ον (Α)
1. αυτός που ρίχνει με ευστοχία τον βόλο, το ζάριΜίδας ἐν κύβοισιν εὐβολώτατος»)
2. αυτός που αναφέρεται στην εύστοχη ζαριά
3. ο επιτυχημένος, ο εύστοχοςεὔβολος ἄγρη», Οππ.).
επίρρ...
εὐβόλως
1. φρ. «ἦν γὰρ εὐβόλως ἔχων» — ήταν ευτυχισμένος (Αισχύλ.)
2) αντί ευβούλως
3) ευστόχως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -βολος (< βάλλω), πρβλ. αμφί-βολος].