εύστοχος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔστοχος, -ον)
1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον»)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος
3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά
4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν)
η ευστοχία
νεοελλ.
αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο κατάλληλος, ο ακριβής, ο επιτυχημένος («εὐστοχη ενέργεια»)
αρχ.
γεμάτος επιτυχία, ευτυχής, ασφαλής.
επίρρ...
ευστόχως και εύστοχα (ΑΜ εὐστόχως, Α και εὔστοχα)
1. με επιτυχία («οὐ μὴν πάντες εὔστοχα τοξεύουσι», Λουκιαν.)
2. σωστά
3. επιδέξια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόχος.