εχθόσδικος: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
(15)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐχθόσδικος]], ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐχθόσδικος]] δίκα» — [[δίκη]] [[εναντίον]] ξένου, αλλοδαπού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθός]] «[[εκτός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>δικος</i>, <i>φυγό</i>-<i>δικος</i>].
|mltxt=[[ἐχθόσδικος]], ἡ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐχθόσδικος]] δίκα» — [[δίκη]] [[εναντίον]] ξένου, αλλοδαπού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εχθός]] «[[εκτός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]]), [[πρβλ]]. <i>έν</i>-<i>δικος</i>, <i>φυγό</i>-<i>δικος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἐχθόσδικος, ἡ (Α)
επιγρ. φρ. «ἐχθόσδικος δίκα» — δίκη εναντίον ξένου, αλλοδαπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθός «εκτός» + -δικος (< δίκη), πρβλ. έν-δικος, φυγό-δικος].