ημεροθηρικός: Difference between revisions
From LSJ
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμεροθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]], στη [[σύλληψη]] ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για [[εκτροφή]] ή [[κατανάλωση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμεροθηρική]]<br />η [[τέχνη]] να πιάνει [[κανείς]] [[ήμερα]] ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>), | |mltxt=[[ἡμεροθηρικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[κυνήγι]], στη [[σύλληψη]] ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για [[εκτροφή]] ή [[κατανάλωση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[ἡμεροθηρική]]<br />η [[τέχνη]] να πιάνει [[κανείς]] [[ήμερα]] ζώα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>θηρικός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>), [[πρβλ]]. <i>αιγο</i>-<i>θηρ</i>-<i>ικός</i>, <i>σκιο</i>-<i>θηρ</i>-<i>ικός</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἡμεροθηρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἡμεροθηρική
η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θηρικός (< θηρ), πρβλ. αιγο-θηρ-ικός, σκιο-θηρ-ικός].