ημεροθηρικός

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

ἡμεροθηρικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, στη σύλληψη ήμερων ζώων για να χρησιμοποιηθούν για εκτροφή ή κατανάλωση
2. το θηλ. ως ουσ.ἡμεροθηρική
η τέχνη να πιάνει κανείς ήμερα ζώα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -θηρικός (< θηρ), πρβλ. αιγο-θηρ-ικός, σκιο-θηρ-ικός].