ημεροδρόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμεροδρόμος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμεροδρόμος]]<br />[[πεζοπόρος]] που διήνυε [[γρήγορα]] μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως [[αγγελιαφόρος]] («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν [[ἄριστον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει [[κάποιος]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την [[πορεία]] του σε μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δρό</i>-<i>μος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ταχυ</i>-[[δρόμος]] νυκτο</i>-[[δρόμος]].
|mltxt=[[ἡμεροδρόμος]], -ον (AM)<br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ἡμεροδρόμος]]<br />[[πεζοπόρος]] που διήνυε [[γρήγορα]] μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως [[αγγελιαφόρος]] («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν [[ἄριστον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει [[κάποιος]] σε μία [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την [[πορεία]] του σε μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[δρόμος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δρό</i>-<i>μος</i>), [[πρβλ]]. <i>ταχυ</i>-[[δρόμος]] νυκτο</i>-[[δρόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:25, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμεροδρόμος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ.ἡμεροδρόμος
πεζοπόρος που διήνυε γρήγορα μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως αγγελιαφόρος («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν ἄριστον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει κάποιος σε μία ημέρα
2. (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την πορεία του σε μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -δρόμος (< δρό-μος), πρβλ. ταχυ-δρόμος νυκτο-δρόμος.