ἡμεροδρόμος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ἡμεροδρόμον,
A taking a day to traverse, χώρα Tim.Pers.41.
2 ἡμεροδρόμος, ὁ = ἡμεροδρόμης, Hdt.9.12, Pl.Prt. 335e, Arist.Mu.398a30, D.S.15.82: metaph., of the sun, prob. in PMag.Par.2.190, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 1166] ὁ, den Tag über laufend, von der Sonne, VLL. Gew. als subst. Eilbote, Her. 6, 105 Plat. Prot. 355 c, vgl. Poll. 1, 65.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui court le jour ; ὁ ἡμεροδρόμος courrier.
Étymologie: ἡμέρα, δραμεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἡμεροδρόμος: ὁ скороход, гонец Her., Plat., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμεροδρόμος: -ον, διατρέχων τὴν ἡμέραν, τρέχων δι’ ὅλης τῆς ἡμέρας, ἥλιος Φώτ., κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ταχυδρόμος, ἀγγελιαφόρος, Ἡρόδ. 6. 105., 9. 12, Πλάτ. Πρωτ. 335 Ε· πρβλ. ἡμερινός.
Greek Monolingual
ἡμεροδρόμος, -ον (AM)
το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡμεροδρόμος
πεζοπόρος που διήνυε γρήγορα μεγάλες αποστάσεις και χρησιμοποιούνταν σε ταχυδρομικές υπηρεσίες ή ως αγγελιαφόρος («τῶν ἡμεροδρόμων... τὸν ἄριστον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. αυτός τον οποίο μπορεί να διανύσει κάποιος σε μία ημέρα
2. (για τον ήλιο) αυτός που διατρέχει και ολοκληρώνει την πορεία του σε μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -δρόμος (< δρό-μος), πρβλ. ταχυ-δρόμος νυκτο-δρόμος.
Greek Monotonic
ἡμεροδρόμος: ὁ (δραμεῖν), ως ουσ., ταχυδρόμος, αγγελιαφόρος, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἡμερο-δρόμος, ὁ, δραμεῖν
as substantive a courier, Hdt.