ηπιόμητις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπιόμητις]], ό (Α)<br />αυτός που έχει ήπια [[διάθεση]], ο [[καλόγνωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]] «[[γνώμη]]», <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>].
|mltxt=[[ἠπιόμητις]], ό (Α)<br />αυτός που έχει ήπια [[διάθεση]], ο [[καλόγνωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήπιος]] <span style="color: red;">+</span> [[μήτις]] «[[γνώμη]]», [[πρβλ]]. <i>αισχρό</i>-<i>μητις</i>].
}}
}}

Revision as of 09:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἠπιόμητις, ό (Α)
αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρό-μητις].