ηπιόμητις
From LSJ
Greek Monolingual
ἠπιόμητις, ό (Α)
αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρόμητις].
ἠπιόμητις, ό (Α)
αυτός που έχει ήπια διάθεση, ο καλόγνωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + μήτις «γνώμη», πρβλ. αισχρόμητις].