θεατρίνος: Difference between revisions
From LSJ
Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue
(16) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. θεατρίνα<br /><b>1.</b> [[ηθοποιός]], [[καλλιτέχνης]] του θεάτρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζεται [[διαφορετικός]] από ο,τι [[είναι]] στην [[πραγματικότητα]], [[ανειλικρινής]], [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., | |mltxt=ο, θηλ. θεατρίνα<br /><b>1.</b> [[ηθοποιός]], [[καλλιτέχνης]] του θεάτρου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που εμφανίζεται [[διαφορετικός]] από ο,τι [[είναι]] στην [[πραγματικότητα]], [[ανειλικρινής]], [[υποκριτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., [[πρβλ]]. ιταλ. <i>teatrino</i> <span style="color: red;"><</span> <i>teatr</i>- ([[πρβλ]]. [[θέατρο]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ino</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>inus</i>, κατάλ. που μεταφέρεται στην ελλ. ώς -<i>ίνος</i>). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ν. Κονεμένο. Αρχικά δήλωνε τον ηθοποιό, [[σύντομα]] όμως απέκτησε μεταφορικά και τη [[σημασία]] «[[υποκριτής]]» και έγινε κακόσημη). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. θεατρίνα
1. ηθοποιός, καλλιτέχνης του θεάτρου
2. μτφ. αυτός που εμφανίζεται διαφορετικός από ο,τι είναι στην πραγματικότητα, ανειλικρινής, υποκριτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ. teatrino < teatr- (πρβλ. θέατρο) + -ino (< λατ. -inus, κατάλ. που μεταφέρεται στην ελλ. ώς -ίνος). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Ν. Κονεμένο. Αρχικά δήλωνε τον ηθοποιό, σύντομα όμως απέκτησε μεταφορικά και τη σημασία «υποκριτής» και έγινε κακόσημη).