ιαμβειοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰαμβειοφάγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους [[κατά]] την [[απαγγελία]] («ὁ [[βάσκανος]] [[οὗτος]] [[ἰαμβειοφάγος]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαμβείος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βιβλιο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
|mltxt=[[ἰαμβειοφάγος]], ὁ (Α)<br />αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους [[κατά]] την [[απαγγελία]] («ὁ [[βάσκανος]] [[οὗτος]] [[ἰαμβειοφάγος]]», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιαμβείος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φαγος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>-, [[πρβλ]]. <i>έ</i>-<i>φαγ</i>-<i>ον</i> του ρ. [[εσθίω]]), [[πρβλ]]. <i>βιβλιο</i>-[[φάγος]], <i>χορτο</i>-[[φάγος]].
}}
}}

Revision as of 09:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο-φάγος, χορτο-φάγος.