θόριο: Difference between revisions

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το <b>χημ.</b><br />ραδιενεργό χημικό μεταλλικό [[στοιχείο]] της [[σειράς]] τών ακτινιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thorium</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Thor</i>, [[ονομασία]] σκανδιναβικού θεού της αστραπής). Η λ. στον λόγιο τ. <i>θόριον</i> μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
|mltxt=το <b>χημ.</b><br />ραδιενεργό χημικό μεταλλικό [[στοιχείο]] της [[σειράς]] τών ακτινιδών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>thorium</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Thor</i>, [[ονομασία]] σκανδιναβικού θεού της αστραπής). Η λ. στον λόγιο τ. <i>θόριον</i> μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].
}}
}}

Latest revision as of 09:52, 23 August 2021

Greek Monolingual

το χημ.
ραδιενεργό χημικό μεταλλικό στοιχείο της σειράς τών ακτινιδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. thorium < Thor, ονομασία σκανδιναβικού θεού της αστραπής). Η λ. στον λόγιο τ. θόριον μαρτυρείται από το 1896 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].