ιλαρωδός: Difference between revisions

From LSJ

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱλαρῳδός]], ὁ (Α)<br />αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱλαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῳδός</i>, συνηρ. τ. του [[ἀοιδός]] «[[τραγουδιστής]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μελ</i>-[[ωδός]], <i>τραγ</i>-[[ωδός]]].
|mltxt=[[ἱλαρῳδός]], ὁ (Α)<br />αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱλαρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ῳδός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῳδός</i>, συνηρ. τ. του [[ἀοιδός]] «[[τραγουδιστής]]»), [[πρβλ]]. <i>μελ</i>-[[ωδός]], <i>τραγ</i>-[[ωδός]]].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελ-ωδός, τραγ-ωδός].