οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
ἱλαρῳδός, ὁ (Α)αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελωδός, τραγωδός].