ιλαρωδός

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source

Greek Monolingual

ἱλαρῳδός, ὁ (Α)
αυτός που τραγουδά χαρούμενα τραγούδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱλαρός + -ῳδός (< ῳδός, συνηρ. τ. του ἀοιδός «τραγουδιστής»), πρβλ. μελωδός, τραγωδός].