ιερόψυχος: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱερόψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ιερή]], ευσεβή [[ψυχή]], [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μικρό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>ψυχος</i>].
|mltxt=[[ἱερόψυχος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[ιερή]], ευσεβή [[ψυχή]], [[ευσεβής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ψυχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ψυχή]]), [[πρβλ]]. <i>μικρό</i>-<i>ψυχος</i>, <i>σκληρό</i>-<i>ψυχος</i>].
}}
}}

Revision as of 09:55, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱερόψυχος, -ον (Α)
αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρό-ψυχος, σκληρό-ψυχος].