πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties
ἱερόψυχος, -ον (Α)αυτός που έχει ιερή, ευσεβή ψυχή, ευσεβής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. μικρόψυχος, σκληρόψυχος].