ιοπλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απαλο</i>-[[πλόκαμος]].
|mltxt=[[ἰοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με [[χρώμα]] ίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἴον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλόκαμος]]), [[πρβλ]]. <i>απαλο</i>-[[πλόκαμος]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες πλεξούδες, πλοκάμους με χρώμα ίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -πλόκαμος (< πλόκαμος), πρβλ. απαλο-πλόκαμος.