ιστοπόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἱστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[ιστουργός]], ο [[υφαντής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρουρο</i>-[[πόνος]], <i>δαιφο</i>-[[πόνος]].
|mltxt=[[ἱστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο [[ιστουργός]], ο [[υφαντής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἱστός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πόνος]]), [[πρβλ]]. <i>αρουρο</i>-[[πόνος]], <i>δαιφο</i>-[[πόνος]].
}}
}}

Revision as of 10:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἱστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουρο-πόνος, δαιφο-πόνος.