ἱστοπόνος

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστοπόνος Medium diacritics: ἱστοπόνος Low diacritics: ιστοπόνος Capitals: ΙΣΤΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: histopónos Transliteration B: histoponos Transliteration C: istoponos Beta Code: i(stopo/nos

English (LSJ)

ἱστοπόνον, working at the loom, AP6.48, Man.4.423; Παλλάς AP6.247 (Phil.); κερκίδες ib.9.778 (Id.); v.l. for ἱστότονος, Ar.Ra.1315.

German (Pape)

[Seite 1271] am Webstuhle arbeitend, webend, Ep. ad. 116 (VI, 48); von der Pallas, Philp. 18 (VI, 247); Φιλομήλη Nonn. D. 12, 76; κερκίδες Philp. 85 (IX, 778).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui travaille à la toile ; qui sert au travail de la toile.
Étymologie: ἱστός, πονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἱστοπόνος:
1 работающий у ткацкого станка (Παλλάς Anth.);
2 ткацкий (κερκίς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱστοπόνος: -ον, ὁ, ἱστουργός, ὑφάντης, Ἀνθ. Π. 6. 48, 247, Μανέθων 4. 423.

Greek Monolingual

ἱστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουροπόνος, δαιφοπόνος.

Greek Monotonic

ἱστοπόνος: -ον, ιστουργός, υφάντης, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱστο-πόνος, ον
working at the loom, Anth.