ιστοπόνος

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source

Greek Monolingual

ἱστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουροπόνος, δαιφοπόνος.