ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest
ἱστοπόνος, -ον (Α)αυτός που εργάζεται στον ιστό, ο ιστουργός, ο υφαντής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -πόνος (< πόνος), πρβλ. αρουροπόνος, δαιφοπόνος.