ισουργός: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[εξίσου]], [[κατά]] παρόμοιο τρόπο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εργον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαναυσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>θερμ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[ἰσουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που εργάζεται [[εξίσου]], [[κατά]] παρόμοιο τρόπο με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εργον</i>), [[πρβλ]]. <i>βαναυσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>θερμ</i>-<i>ουργός</i>].
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἰσουργός, -όν (Α)
αυτός που εργάζεται εξίσου, κατά παρόμοιο τρόπο με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ουργός (< εργον), πρβλ. βαναυσ-ουργός, θερμ-ουργός].