ισχιοσηραγγώδης: Difference between revisions
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(18) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες<br /><b>φρ.</b> «[[ισχιοσηραγγώδης]] μυς» — [[μικρός]] μυς του περινέου, ο [[οποίος]] καλύπτει τη [[βάση]] του στυτικού ιστού του πέους και της κλειτορίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>σηραγγ</i>-<i>ώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήραγξ]] <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ώδης</i>). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό της, | |mltxt=-ες<br /><b>φρ.</b> «[[ισχιοσηραγγώδης]] μυς» — [[μικρός]] μυς του περινέου, ο [[οποίος]] καλύπτει τη [[βάση]] του στυτικού ιστού του πέους και της κλειτορίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχίον]] <span style="color: red;">+</span> <i>σηραγγ</i>-<i>ώδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σήραγξ]] <span style="color: red;">+</span> καταλ. -<i>ώδης</i>). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως [[προς]] το α' συνθετικό της, [[πρβλ]]. αγγλ. <i>ischiocavernous</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:05, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ες
φρ. «ισχιοσηραγγώδης μυς» — μικρός μυς του περινέου, ο οποίος καλύπτει τη βάση του στυτικού ιστού του πέους και της κλειτορίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχίον + σηραγγ-ώδης (< σήραγξ + καταλ. -ώδης). Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το α' συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. ischiocavernous].