ισόδομος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόδομος]], -ον)<br />(για τοίχο) ο κτισμένος [[κατά]] ίσους δόμους, [[δηλαδή]] με σειρές λίθων ίσου μεγέθους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ισόδομο</i><br />η [[ισοδομία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]]), [[πρβλ]]. <i>μεσό</i>-<i>δομος</i>, <i>υψί</i>-<i>δομος</i>].
}}
}}

Revision as of 10:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόδομος, -ον)
(για τοίχο) ο κτισμένος κατά ίσους δόμους, δηλαδή με σειρές λίθων ίσου μεγέθους
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ισόδομο
η ισοδομία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δομος (< δόμος), πρβλ. μεσό-δομος, υψί-δομος].