καλαμαράς: Difference between revisions

From LSJ

ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth

Source
(18)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Μ [[καλαμαράς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ειρων. [[κυρίως]] σημ.) [[άνθρωπος]] της πέννας, που έχει διαρκώς [[μαζί]] του [[μελανοδοχείο]] και [[πέννα]], γραφιάς, [[γραμματικός]], [[γραμματισμένος]], [[λόγιος]], μορφωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόμμα]] τών καλαμαράδων» — το πολιτικό [[κόμμα]] που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο [[κατά]] την Επανάσταση του 1821 και του οποίου τα περισσότερα [[μέλη]] ήταν λόγιοι, καλαμαράδες<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλαμάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ψαρ</i>-<i>άς</i>, <i>ψωμ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο (Μ [[καλαμαράς]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (με ειρων. [[κυρίως]] σημ.) [[άνθρωπος]] της πέννας, που έχει διαρκώς [[μαζί]] του [[μελανοδοχείο]] και [[πέννα]], γραφιάς, [[γραμματικός]], [[γραμματισμένος]], [[λόγιος]], μορφωμένος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κόμμα]] τών καλαμαράδων» — το πολιτικό [[κόμμα]] που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο [[κατά]] την Επανάσταση του 1821 και του οποίου τα περισσότερα [[μέλη]] ήταν λόγιοι, καλαμαράδες<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καλαμάρι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. <i>ψαρ</i>-<i>άς</i>, <i>ψωμ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}

Revision as of 10:17, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο (Μ καλαμαράς)
νεοελλ.
1. (με ειρων. κυρίως σημ.) άνθρωπος της πέννας, που έχει διαρκώς μαζί του μελανοδοχείο και πέννα, γραφιάς, γραμματικός, γραμματισμένος, λόγιος, μορφωμένος
2. φρ. «κόμμα τών καλαμαράδων» — το πολιτικό κόμμα που ιδρύθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κατά την Επανάσταση του 1821 και του οποίου τα περισσότερα μέλη ήταν λόγιοι, καλαμαράδες
μσν.
αυτός που κατασκευάζει μελανοδοχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμάρι + κατάλ. -άς (πρβλ. ψαρ-άς, ψωμ-άς)].