καλλίπυγος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καλλίπυγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>πυγος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πυγος</i>].
|mltxt=[[καλλίπυγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «οπίσθια»), [[πρβλ]]. [[λευκό]]-<i>πυγος</i>, <i>μελάμ</i>-<i>πυγος</i>].
}}
}}

Revision as of 13:06, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπῡγος Medium diacritics: καλλίπυγος Low diacritics: καλλίπυγος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΓΟΣ
Transliteration A: kallípygos Transliteration B: kallipygos Transliteration C: kallipygos Beta Code: kalli/pugos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, A with beautiful πυγή, Cerc.14; epithetof Aphrodite, Ath.12.554c: Comp., ibid.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίπῡγος: -ον, ὁ, ἡ, = καλὴν τὴν πυγὴν ἔχων, Κερκιδᾶς παρ’ Ἀθήν. 554D· ὄνομα περιφήμου ἀγάλματος τῆς Ἀφροδίτης ἤδη ἐν Νεαπόλει εὑρισκομένου, Müller Archäol, d. Kunst § 377. 2.

Greek Monolingual

καλλίπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια»), πρβλ. λευκό-πυγος, μελάμ-πυγος].