Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καραμέλα: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καραμέλλα, η<br /><b>1.</b> σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο [[στόμα]] με [[πιπίλισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ζάχαρης]] που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] [[γλυκό]], εύγευστο, ευχάριστο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πιπιλίζει [[κάτι]] σαν [[καραμέλα]]» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> ιταλ. <i>caramella</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cannamella</i> «[[ζαχαροκάλαμο]]»].
|mltxt=και καραμέλλα, η<br /><b>1.</b> σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο [[στόμα]] με [[πιπίλισμα]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] [[ζάχαρης]] που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[καθετί]] [[γλυκό]], εύγευστο, ευχάριστο<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «πιπιλίζει [[κάτι]] σαν [[καραμέλα]]» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει [[συνεχώς]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, [[πρβλ]]. ιταλ. <i>caramella</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cannamella</i> «[[ζαχαροκάλαμο]]»].
}}
}}

Latest revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

και καραμέλλα, η
1. σκληρό ζαχαρωτό μικρού μεγέθους που διαλύεται στο στόμα με πιπίλισμα
2. είδος ζάχαρης που παρασκευάζεται σε μικρά τετραγωνικά κομμάτια
3. μτφ. καθετί γλυκό, εύγευστο, ευχάριστο
4. φρ. «πιπιλίζει κάτι σαν καραμέλα» — τον ευχαριστεί να επαναλαμβάνει συνεχώς κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. caramella < λατ. cannamella «ζαχαροκάλαμο»].