καστάνειος: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβριςpride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καστάνειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καστανιά]] («[[καστάνειος]] [[φλοιός]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κύκν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
|mltxt=[[καστάνειος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καστανιά]] («[[καστάνειος]] [[φλοιός]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάστανον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> ([[πρβλ]]. <i>κύκν</i>-<i>ειος</i>, <i>σύκ</i>-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 13:10, 23 August 2021

Greek Monolingual

καστάνειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καστανιάκαστάνειος φλοιός», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -ειος (πρβλ. κύκν-ειος, σύκ-ειος)].