καρυοθραύστης: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source
(19)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το [[τσόφλι]] καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>παγο</i>-[[θραύστης]]].
|mltxt=ο<br />μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το [[τσόφλι]] καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[θραύστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[θραύστης]] <span style="color: red;"><</span> [[θραύω]]), [[πρβλ]]. <i>παγο</i>-[[θραύστης]]].
}}
}}

Revision as of 13:15, 23 August 2021

Greek Monolingual

ο
μεταλλικό όργανο που χρησιμοποιείται για να σπάει εύκολα το τσόφλι καρυδιών και άλλων ξηρών καρπών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -θραύστης (< θραύστης < θραύω), πρβλ. παγο-θραύστης].