κατοικητήριο: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κατοικητήριον]])<br />ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οικητήριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήριον]] <span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήρ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εν</i>-<i>οικητήριον</i>].
|mltxt=το (AM [[κατοικητήριον]])<br />ο [[τόπος]] στον οποίο κατοικεί [[κάποιος]], ο [[τόπος]] διαμονής, η [[κατοικία]] (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>οικητήριον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήριον]] <span style="color: red;"><</span> [[οἰκητήρ]]), [[πρβλ]]. <i>εν</i>-<i>οικητήριον</i>].
}}
}}

Revision as of 13:18, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM κατοικητήριον)
ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. εν-οικητήριον].