κατοικητήριο

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

το (AM κατοικητήριον)
ο τόπος στον οποίο κατοικεί κάποιος, ο τόπος διαμονής, η κατοικία (ἐν παντὶ κατοικητηρίῳ ὑμῶν ἔδεσθε ἄζυμα», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οικητήριον (< οἰκητήριον < οἰκητήρ), πρβλ. ενοικητήριον].