κατωτυχής: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(20)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατωτυχής]], -ές (Μ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατωτυχές</i><br />το κατώτερο κοινωνικό [[στρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] ή <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- του ρ. [[τυγχάνω]], <b>[[πρβλ]].</b> αόρ. <i>ἔ</i>-<i>τυχ</i>-<i>ον</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>δυσ</i>-<i>τυχής ευ</i>-<i>τυχής</i>].
|mltxt=[[κατωτυχής]], -ές (Μ)<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κατωτυχές</i><br />το κατώτερο κοινωνικό [[στρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάτω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τυχής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τύχη]] ή <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τυχ</i>- του ρ. [[τυγχάνω]], [[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-<i>τυχ</i>-<i>ον</i>), [[πρβλ]]. <i>δυσ</i>-<i>τυχής ευ</i>-<i>τυχής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 23 August 2021

Greek Monolingual

κατωτυχής, -ές (Μ)
το ουδ. ως ουσ. τὸ κατωτυχές
το κατώτερο κοινωνικό στρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + -τυχής (< τύχη ή < θ. τυχ- του ρ. τυγχάνω, πρβλ. αόρ. -τυχ-ον), πρβλ. δυσ-τυχής ευ-τυχής].